Ανθρώπινη επέμβαση στα ζώα για την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών
Εισαγωγή : Όλα τα ζώα, είτε βρίσκονται σε ελεύθερη ή άγρια κατάσταση, είτε έχουν εξημερωθεί και εκτρέφονται από τον άνθρωπο, χαρακτηρίζονται από δύο βασικά ένστικτα: τη διατήρηση και τη διαιώνιση. Η διατήρηση αφορά στην επιβίωση των ατόμων ενός είδους και στην περίπτωση των μη εκτρεφόμενων και αγρίων ζώων, επιτυγχάνεται με την καθημερινή αναζήτηση τροφής, τη διατήρηση της υγείας και την αποφυγή των φυσικών τους εχθρών. Έχουν έτσι εξελιχθεί μέσω μιας διαδικασίας προσαρμογής στο περιβάλλον, αλλά και φυσικής επιλογής σε ζώα που τα ίδια διαβιούν άνετα στο φυσικό τους χώρο, αλλά και δημιουργούν τις προϋποθέσεις ,όσο αυτό είναι δυνατό, να αναπαραχθούν και να αναθρέψουν την επόμενη γενεά.
Η ανθρώπινη παρέμβαση στην ζωή τους :
Στην περίπτωση των εξημερωμένων κι εκτρεφόμενων ειδών, η φυσική αυτή διαδικασία που βασίζεται στην ύπαρξη και εκδήλωση των ενστίκτων, διαταράσσεται από την ανθρώπινη παρέμβαση. Ο άνθρωπος, εκμεταλλεύτηκε τα ζώα για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες κυρίως οικονομικές με στόχο το κέρδος και, δυστυχώς, ενίοτε και την απληστία. .Έτσι, χρησιμοποίησε τη μεγάλη σωματική διάπλαση, μυϊκή μάζα και δύναμη των ζώων για εργασία και μεταφορά κι εκτρέφει ζώα για την ικανοποίηση των διατροφικών και άλλων αναγκών του, χρησιμοποιώντας μάλιστα, τόσο τα ίδια τα ζώα για το κρέας, όσο και τα προϊόντα της αναπαραγωγικής τους διαδικασίας (γάλα, αυγά κλπ.).Για να μεγιστοποιήσει μάλιστα, την παραγωγικότητα των φυσικών φαινομένων στη ζωή των ζώων, ανέπτυξε και ειδικές επιστήμες όπως αυτές της ζωοτεχνίας, της κτηνιατρικής, της γενετικής κ.ά., καταδεικνύοντας τη σημασία που έχει πλέον η εκτροφή ζώων στην επιβίωσή του. Καταλαβαίνουμε λοιπόν άμεσα, ότι, αν ο άνθρωπος επεμβαίνει και επηρεάζει σε κάποιο βαθμό το γενετικό υλικό των εκτρεφόμενων ζώων, το περιβάλλον τους το ορίζει απόλυτα. Η εκδήλωση δηλαδή, όλων των ιδιοτήτων των ζώων εξαρτάται από το γενετικό υλικό που φέρουν (γνωστό σε όλους ως DNA).Πώς όμως γίνεται αυτή η παρέμβαση ; Τρεις είναι οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία διαγονιδιακών ζώων:
1. Η μικροέγχυση DNA στον προπυρήνα γονιμοποιημένων ωαρίων
2. Η μεταφορά γονιδίων διαμέσου εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων
3. Η μεταφορά γονιδίων διαμέσου ρετροϊών – φορέων
1. Η μικροέγχυση DNA στον προπυρήνα γονιμοποιημένων ωαρίων
Η τεχνική της μικροέγχυσης DNA χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στα θηλαστικά και συγκεκριμένα στον μυ (ποντικό) το 1981 ,ενώ στη συνέχεια εφαρμόστηκε και σε άλλα είδη ζώων όπως ο επίμυς, το κουνέλι, το πρόβατο, ο χοίρος, τα πτηνά και τα ψάρια. Αποτελεί την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδο. Σύμφωνα με αυτή, γίνεται άμεση μικροέγχυση ενός ή συνδυασμού γονιδίων από ένα ζώο του ίδιου ή άλλου είδους στον προπυρήνα ενός γονιμοποιημένου ωαρίου ενός ζώου δέκτη. Το ξένο DNA πρέπει να ενσωματωθεί στον γονιδίωμα πριν από το διπλασιασμό του γενετικού υλικού, που προηγείται της πρώτης διαίρεσης, προκειμένου το ζώο που θα γεννηθεί να φέρει ένα αντίγραφο της νέας πληροφορίας σε κάθε κύτταρό του. Το ξένο DNA μπορεί να εγχυθεί είτε στον ένα είτε στον άλλο προπυρήνα με το ίδιο αποτέλεσμα. Ωστόσο, συνήθως επιλέγεται ο αρσενικός προπυρήνας γιατί είναι ελαφρώς μεγαλύτερος και βρίσκεται πιο κοντά στην επιφάνεια του ωοκυττάρου. Τα έμβρυα μεταφέρονται στη συνέχεια στον ωαγωγό ενός ζώου δέκτη προκειμένου να παραχθούν δυνητικοί διαγονιδιακοί απόγονοι .
Πιο αναλυτικά, τα στάδια της μικροέγχυσης DNA περιλαμβάνουν: (α) την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας, (β) την απομόνωση του ζυγωτού, (γ) τη μικροέγχυση DNA, (δ) την επανεμφύτευση των εμβρύων και (ε) τον γενοτυπικό έλεγχο των απογόνων.
(α) Αρχικά, στα θηλυκά ζώα δότες εμβρύων γίνεται αγωγή με γοναδοτρόπες ορμόνες για την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας. Χρησιμοποιούνται ορμόνες όπως FSH-LH, HCG ή PMSG. Στη συνέχεια οι δότες οδηγούνται για σύζευξη με γόνιμα αρσενικά, κατά τη διάρκεια της νύχτας, προς παραγωγή ζυγωτών.
(β) 24 ώρες μετά την ορμονική αγωγή, οι ωαγωγοί αφαιρούνται, υπό γενική αναισθησία, και συλλέγονται τα ζυγωτά (έμβρυα σταδίου ενός κυττάρου) με έκπλυση των ωαγωγών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στον επίμυ λαμβάνονται συνήθως 20-80 γονιμοποιημένα ωάρια ανά ζώο. Στη συνέχεια προετοιμάζονται τα ζυγωτά για τη μικροέγχυση. Αρχικά επωάζονται σε ένα διάλυμα πρωτεάσης προκειμένου να απομακρυνθεί η διαφανής ζώνη και ακολουθεί πλύση τους με καλλιεργητικό υγρό.
(γ) Τα ζυγωτά με ζεύγος προπυρήνων επιλέγονται για μικροέγχυση, συγκρατώνται με μία πιπέτα και στη συνέχεια διατρυπώνται με τη βοήθεια πιπέτας μικροέγχυσης που περιέχει διάλυμα DNA. Εγχύονται λίγα picolitters διαλύματος DNA σε έναν από τους προπυρήνες. Ένα ή περισσότερα αντίγραφα του ανασυνδυασμένου γονιδίου εισέρχονται τυχαία σε κάποιο ρήγμα του γονιδιώματος του ζώου.
(δ) Ακολουθεί επανεμφύτευση των εμβρύων στον ωαγωγό ενός ζώου δέκτη προκειμένου να παραχθούν διαγονιδιακοί απόγονοι. Στον επίμυ, τα ζυγωτά επανεμφυτεύονται σε ομάδες των 20-25 σε κάθε ωαγωγό. Οι δέκτες είναι συνήθως ζώα σε ψευδοκύηση η οποία προκαλείται μετά από συζευξη τους με αρσενικά στα οποία έχει διενεργηθεί εκτομή του σπερματικού πόρου.
(ε) Τέλος, προσδιορίζεται ο γενότυπος κάθε απογόνου, με διάφορες τεχνικές γενετικής, ώστε να επιβεβαιωθεί η μεταβολή ή όχι του γενετικού του υλικού.
Σε ειδικές περιπτώσεις, εφαρμόζονται τεχνικές in vitro γονιμοποίησης ή/και συντήρησης σε βαθιά κατάψυξη προκειμένου να διατηρηθούν ή να συνεχιστούν σημαντικές σειρές ζώων (4). Mε αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η περίοδος αξιοποίησης των διαγονιδιακών ζώων. Οι μέθοδοι αυτές βρίσκουν ιδιαίτερη εφαρμογή σε αρσενικά διαγονιδιακά ζώα, δεδομένου ότι το σπέρμα τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την in vitro γονιμοποίηση μεγάλου αριθμού ωαρίων. Πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα περιλαμβάνουν την ενδοκυτταροπλασματική έγχυση κατεψυγμένων – αποψυγμένων πυρήνων σπερματοζωαρίων (5).
2. Mεταφορά γονιδίων διαμέσου εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων
Τα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα προέρχονται από την εσωτερική μάζα κυττάρων (inner cell mass) της βλαστοκύστης και είναι πολυδύναμα αδιαφοροποίητα κύτταρα που έχουν τη δυνατότητα τα εξελιχθούν σε οποιονδήποτε τύπο κυττάρου. Σύμφωνα με τη μέθοδο, που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά το 1986 (6), εισάγεται η επιθυμητή ακολουθία DNA με ομόλογο ανασυνδυασμό (homologous recombination) σε in vitro καλλιέργεια εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων τα οποία έχουν αφαιρεθεί από μία βλαστοκύστη. Τα γενετικώς τροποποιημένα βλαστικά κύτταρα εγχύονται στη συνέχεια σε μία νέα βλαστοκύστη. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία χίμαιρας (ενός οργανισμού που αποτελείται από κύτταρα ποικίλης γενετικής σύνθεσης - γενετικώς τροποποιημένα και φυσιολογικά κύτταρα). Τα χιμαιρικά ζώα που προκύπτουν θα μεταδώσουν τελικά τον ανασυνδυασμένο γενότυπο στους απογόνους τους, μόνο εάν τα τροποποιημένα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα έχουν συμβάλει στο σχηματισμό των γεννητικών κυττάρων τους. Η τεχνική αυτή έχει το πλεονέκτημα της ακριβούς τροποποίησης του γονιδιώματος με τη μέθοδο του ομόλογου ανασυνδυασμού, και δίνει τη δυνατότητα εισαγωγής, απομάκρυνσης ή τροποποίησης συγκεκριμένων ακολουθιών DNA με αποτέλεσμα τη δημιουργία μοντέλων υψηλής ακρίβειας για τη βιοϊατρική έρευνα.
Mία εναλλακτική μέθοδος για την τεχνολογία των εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων είναι η κλωνοποίηση με μεταφορά πυρήνα από σωματικά κύτταρα. Η μεταφορά πυρήνα περιλαμβάνει την αντικατάσταση του γενετικού υλικού του πυρήνα ενός ωοκυττάρου με εκείνον ενός εξωγενούς διπλοειδούς κυττάρου. Στη συνέχεια ενεργοποιείται το ωάριο προκείμενου να ξεκινήσει ο πρώτος κυτταρικός κύκλος. Το έμβρυο που προκύπτει εμφυτεύεται σε έναν θετό δέκτη ο οποίος αναλαμβάνει την ολοκλήρωση της κύησης. Η τεχνολογία αυτή αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στο πρόβατο με την κλωνοποίηση της Dolly (7) και έκτοτε έχει βρει εφαρμογή με επιτυχία και στο χοίρο (8).
3. Η μεταφορά γονιδίων διαμέσου ρετροϊών – φορέων
Προκειμένου να αυξηθεί η πιθανότητα έκφρασης ενός γονιδίου, η μεταφορά του μεσολαβείται διαμέσου ενός φορέα, συνήθως ρετροϊού, λεντι-ιού ή πλασμιδίου. Οι ιοί χρησιμοποιούνται συνήθως για τη μεταφορά γενετικού υλικού σε ένα κύτταρο, εκμεταλλευόμενοι την ικανότητα τους να μολύνουν τα κύτταρα με τον τρόπο αυτό. Οι απόγονοι που προκύπτουν είναι χίμαιρες. Η μετάδοση του ανασυνδυασμένου γονιδίου στους απογόνους είναι δυνατή μόνο εάν ο ιός ενσωματωθεί στα γεννητικά κύτταρα. Η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974 σε μυς (9).
Δημιουργία διαγονιδιακών ζώων διαμέσου των σπερματοζωαρίων
Σύγχρονες μέθοδοι παραγωγής διαγονιδιακών ζώων περιλαμβάνουν παρεμβάσεις στα σπερματοζωάρια και παρουσιάζουν διάφορες παραλλαγές:
(α) Κεφαλές σπερματοζωαρίων επωάζονται με ανασυνδυασμένο DNA και στη συνέχεια διενεργείται in vitro γονιμοποίηση με την τεχνική της ενδοκυτταροπλασματικής έγχυσης (ICSI) προς δημιουργία διαγονιδιακών ζώων (10). Εναλλακτικά, επωάζονται άρτια σπερματοζωάρια με DNA και στη συνέχεια διενεργείται in vitro γονιμοποίηση (11).
(β) Μία άλλη τεχνική περιλαμβάνει την έγχυση συμπλόκου πλασμιδίου DNA – λιποσώματος στα σπερματικά σωληνάρια αρσενικών ζώων τα οποία στη συνέχεια οδηγούνται σε σύζευξη προς παραγωγή διαγονιδιακών ζώων (12).
(γ) Το ανασυνδυασμένο γονίδιο μπορεί να εισαχθεί, με τη βοήθεια λεντι-ιών – φορέων, σε σπερματογόνια τα οποία στη συνέχεια εμφυτεύονται σε όρχεις. Η σύζευξη αυτών των αρσενικών οδηγεί στην παραγωγή διαγονιδιακών ζώων (13).
Με την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων, η πιθανότητα παραγωγής απογόνων που να φέρουν το τροποποιημένο DNA ποικίλει και είναι συνήθως μικρή. Γι' αυτό απαιτείται ο γενετικός έλεγχος, αρχικά, των ζώων πρώτης γενεάς (F1). Εάν το τροποποιημένο γονίδιο έχει κατορθώσει να εισχωρήσει στα γεννητικά κύτταρα, τα χιμαιρικά ζώα αναπαράγονται αμιγώς για 10-20 γενεές έως ότου επιτευχθούν ομόλογα διαγονιδιακά ζώα στα οποία το γονίδιο είναι παρόν σε κάθε κύτταρο.Τα ζώα που προκύπτουν από αυτήν την παρέμβαση ονομάζονται διαγονιδιακά. Tα διαγονιδιακά ζώα παράγονται από την εσκεμμένη εισαγωγή ξένου DNA στο γονιδίωμα ενός ζώου δέκτη. Το ξένο DNA πρέπει στη συνέχεια να μεταδοθεί διαμέσου των γεννητικών κυττάρων προκειμένου κάθε κύτταρο να περιέχει το ίδιο τροποποιημένο γενετικό υλικό και να μπορεί να κληρονομηθεί στις επόμενες γενεές. Η εισαγωγή DNA μπορεί να οδηγήσει στην υπερ- ή υπο-έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων ή στην έκφραση νέων γονιδίων για το είδος του ζώου. Ένας από τους τομείς στους οποίους βρίσκουν εφαρμογή τα διαγονιδιακά ζώα είναι η κτηνοτροφία ,στην οποία γίνεται :
(α) Γενετική βελτίωση. Με τη βοήθεια των διαγονιδιακών ζώων δημιουργούνται φυλές παραγωγικών ζώων με επιθυμητά χαρακτηριστικά (υψηλή γαλακτοπαραγωγή, υψηλός ρυθμός ανάπτυξης κλπ), σε συντομότερο χρόνο και με μεγαλύτερη ακρίβεια συγκριτικά με τις κλασσικές μεθόδους γενετικής βελτίωσης.
(β) Αύξηση παραγωγικότητας. Δημιουργούνται διαγονιδιακές αγελάδες που παράγουν περισσότερο γάλα ή γάλα με λιγότερη λακτόζη ή χοληστερόλη, διαγονιδιακοί χοίροι και βοοειδή με μεγαλύτερη αναλογία μυϊκής μάζας και πρόβατα που παράγουν περισσότερο μαλλί.
(γ) Ανθεκτικότητα στις ασθένειες. Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν ζώα ανθεκτικά σε ασθένειες, όπως π.χ. χοίροι ανθεκτικοί στην Influenza. Ωστόσο, για την ώρα είναι γνωστός μόνο περιορισμένος αριθμός γονιδίων που ευθύνονται για την εμφάνιση ανθεκτικότητας σε νοσήματα των παραγωγικών ζώων.
Χρησιμότητα των ζώων στην παραγωγή τροφίμων :
Η περιεκτικότητα σε Ν των πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας είναι 16 % του βάρους τους.
Η αντιστοιχία είναι 1 gr Ν για κάθε 6,25 gr πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας.
Ως ένδειξη για τη βιολογική αξία μιας πρωτεΐνης χρησιμοποιείται η ολική της περιεκτικότητα σε απαραίτητα αμινοξέα
Οι πρωτεΐνες του αυγού, του κρέατος και του γάλακτος με ολική περιεκτικότητα σε απαραίτητα αμινοξέα από 47 έως 51γραμμάρια ανά 16 γραμμάρια αζώτου, υπερτερούν έναντι των πρωτεϊνών φυτικής προέλευσης που έχουν από 39έως 40 γραμμάρια όπως φαίνεται στον επόμενο πίνακα .
Τα τρόφιμα ζωικής παραγωγής έχουν υψηλή βιολογική αξία λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες, σε βιταμίνες, ανόργανα άλατα και ιχνοστοιχεία:
Κρέας: Πηγή αμινοξέων, βιταμίνης Β12, Ρ, Fe και ιχνοστοιχείων
Γάλα: πηγή αμινοξέων & ασβεστίου (Ca)
Κατανάλωση 1 Kg γάλακτος καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες σε αμινοξέα
(εκτός μεθειονίνης)
Κατανάλωση 0,5 kg γάλακτος καλύπτει το 75 % των αναγκών σε ασβέστιο
(Ca)
Τοξικές ουσίες στα ζώα και επιπτώσεις στην διατροφή :
Κατανάλωση τροφής ή νερού μολυσμένου από μικρόβια, όπως βακτήρια, ιούς ή παράσιτα μπορούν να προκαλέσουν τροφοτοξίνωση ή τροφολοίμωξη. Τροφοτοξίνωση είναι η ασθένεια που παρουσιάζεται ύστερα από την κατανάλωση ενός τροφίμου που περιέχει μικροβιακή τοξίνη (π.χ. αλλαντίαση, σταφυλοκοκκική τροφοτοξίνωση, σκομβροειδής δηλητηρίαση) και μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να είναι παρόντα τα ίδια τα μικρόβια. Οι τοξίνες είναι ανθεκτικές στην ψύξη και την κονσερβοποίηση. Η πρόσληψη μικροβίων στα ζώα έτσι είναι πολλές φορές , αποτέλεσμα των άθλιων συνθηκών ζωής τους σε φάρμες ή εργοστάσια κτηνοτροφίας. Λόγω του συνωστισμού και του διαρκούς στρες στην εντατική εκτροφή πολλές τοξίνες περνούν στην διατροφική αλυσίδα από το κρέας και τα προϊόντα τους
Επίσης υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να αυξηθούν οι αλλεργικές αντιδράσεις στα τρόφιμα ( κρέας). Πολλοί άνθρωποι δηλαδή που θα καταναλώσουν το επεξεργασμένο τρόφιμο θα παρουσιάσουν αλλεργίες που δεν είχαν. Υπάρχει βέβαια και η άλλη περίπτωση, των ατόμων που είναι ήδη αλλεργικά σε κάποιο προϊόν.
Στην εντατική κτηνοτροφία η οποία είναι προσανατολισμένη στη μέγιστη δυνατή συμπίεση του κόστους τα ζώα εκτρέφονται σε βιομηχανική κλίμακα σε μεγάλες κλειστές εγκαταστάσεις με μαζική χορήγηση ζωοτροφών από εντατικές καλλιέργειες. Η εντατική κτηνοτροφία πέτυχε μαζική παραγωγή ζωικών προϊόντων σε χαμηλές τιμές όμως η «επιτυχία» αυτή έρχεται με πολύ μεγάλο κόστος:
Στην υγεία και διατροφή μας: Η συστηματική χρήση αντιβιοτικών σε ζώα ευνοεί την ανάπτυξη «υπερμικροβίων», επικίνδυνων και για τους ανθρώπους και ανθεκτικών στις διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές. Επιπροσθέτως η χορήγηση αυξητικών παραγόντων (ορμονών) εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία μας. Οι ορμόνες χρησιμοποιούνται συχνά για να αυξήσουν την παραγωγή γάλακτος στις αγελάδες , την τόνωση της ανάπτυξης του ζωικού κεφαλαίου και για να μειωθεί το ποσό της ζωοτροφής που χρειάζονται για να αναπτυχθούν. Στην περίπτωση της παραγωγής γάλακτος , ένα συνθετικό χημικό που ονομάζεται rb GH (επίσης γνωστή ως αυξητική ορμόνη βοοειδών) εγχύεται σε αγελάδες για να αυξηθεί το μήκος των περιόδων γαλουχίας τους. Το Melengestol χρησιμοποιείται επίσης ως πρόσθετη ύλη ζωοτροφών. Αυξάνει την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών από τα ζώα ώστε να πάρουν βάρος πιο γρήγορα και μάλιστα με λιγότερη τροφή. Η συνεχιζόμενη έλλειψη επιστημονικών αποδείξεων για να καθορίσουν τις πραγματικές επιπτώσεις επιτρέπει τη συνέχιση της χρήσης των ορμονών στην παραγωγή τροφίμων, παρά τις διαμάχες γύρω από την πρακτική αυτή. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί και η εμφάνιση και εξάπλωση ζωονόσων (από τα ζώα στους ανθρώπους) που συνδέεται στενά με την κακή υγεία των ζώων, λόγω του συνωστισμού και του διαρκούς στρες στην εντατική εκτροφή.
Στο περιβάλλον: Απαιτούνται τεράστιες ποσότητες ζωοτροφών από εντατική γεωργία, με μεγάλη χρήση επικίνδυνων αγροχημικών: από κάθε 100 θερμίδες ζωοτροφών, υπολογίζεται ότι παίρνουμε μόνο 17-30 θερμίδες σε κρέας. Μεγάλο μέρος των ζωοτροφών προέρχεται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, αποτελώντας την κύρια πύλη εισόδου τους στη διατροφή μας .Για την παραγωγή ζωοτροφών δεσμεύεται σήμερα τουλάχιστον το 1/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων όλου του πλανήτη, καθώς και αντίστοιχο μέρος των υδάτινων πόρων. Για την ίδια ποσότητα θερμίδων, η εντατική παραγωγή κρέατος μέσω ζωοτροφών απαιτεί 3πλάσια γη από ότι η απευθείας καλλιέργεια φυτικών τροφίμων. Περίπου 30% από τις απώλειες βιοποικιλότητας παγκοσμίως, εκτιμάται ότι οφείλεται στη συρρίκνωση οικοτόπων για επέκταση της κτηνοτροφίας και της καλλιέργειας ζωοτροφών. Απόβλητα των ζώων μολύνουν εδάφη και υπόγεια νερά. Η κτηνοτροφία συμβάλλει, τέλος, σημαντικά στην κλιματική κρίση, κυρίως με το μεθάνιο από την εντατική αγελαδοτροφία καθώς υπολογίζεται ότι περίπου 15 % των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών προέρχονται από την κτηνοτροφία.
Στην κοινωνία: Οι μικροί παραγωγοί εκτοπίζονται. Η μαζική παραγωγή ζωοτροφών απαιτεί τεράστιες εκτάσεις, που αφαιρούνται είτε από την παραγωγή τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση (αυξάνοντας έτσι το κόστος τους για τους πιο αδύναμους) είτε από δάση και άλλα σημαντικά φυσικά
οικοσυστήματα, ασκώντας πίεση και σε αυτόχθονες κοινότητες.
Η ύπαρξη αφλατοξίνων σε ζωικής προέλευσης τρόφιμα (π.χ. αγελαδινό γάλα) οφείλεται στη βρώση μολυσμένων φυτικών τροφών από τα ζώα. Η τοξική δράση αυτών των τοξικών ουσιών εκδηλώνεται με συμπτωματολογία οξείας δηλητηρίασης αλλά και χρόνιας(καρκινογόνος δράση).
Πού οφείλονται οι τροφικές δηλητηριάσεις;
μικροβιακή λοίμωξη (π.χ. σαλμονέλα)
μικροβιακές τοξίνες (π.χ. αλλαντίαση ή βοτουλισμός)
ιούς
τρόφιμα μολυσμένα με μικρόβια
Η ασθένεια Creutzfeld Jakob (CJ) θεωρείται ότι οφείλεται στην έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού στον παράγοντα που προκαλεί την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, γι' αυτό και προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των ερευνητών μετά την έξαρση της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας σε βοοειδή. Οι ουσίες υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση CJ στον άνθρωπο είναι οι ιστοί βοοειδών, προβάτων και κατσικών. Η νόσος αυτή προκαλεί προοδευτικό εκφυλισμό των διανοητικών και νευρολογικών λειτουργιών του ανθρώπου και μέτρα για την καταπολέμησή της αποβλέπουν στην αφαίρεση των ουσιών υψηλού κινδύνου από την τροφική αλυσίδα των ανθρώπων και ζώων.
Η σαλμονέλλα μεταδίδεται στον άνθρωπο με το νερό και τα τρόφιμα. Τρόφιμα που προέρχονται από πτηνά (π.χ. αυγό, κοτόπουλο) αποτελούν σήμερα συχνό αίτιο σαλμονελλώσεων. Οι τροφικές δηλητηριάσεις από σαλμονέλλα είναι συνήθεις το θέρος, δεδομένου ότι η υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την ανάπτυξη αυτού του μικροβίου. Εκδηλώνονται δε με συμπτώματα από το γαστρεντερικό και το νευρικό σύστημα.
Συνοψίζοντας, πολλά ζώα που αποτελούν πειράματα των ανθρώπων για ταχύτερη παραγωγή κρέατος ή γάλακτος , βιώνουν άσχημες συνθήκες διαβίωσης και προσβάλλουν , άθελά τους ,τους καταναλωτές με ποικίλες ασθένειες από τις οποίες μπορεί να πάσχουν επηρεάζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την υγεία και τη διατροφή των ανθρώπων.
Πηγές : https://pigfarmer.gr/
https://iek-istiaias-new.eyv.sch.gr/
Η εργασία αυτή υλοποιήθηκε από τις μαθήτριες του τμήματος Α1 , Βολιτάκη Κάλλια , Κιαγιαδάκη Μαρία, Όλγα Καράτζη, Μαρία Σακαδάκη ,μέσα στα πλαίσια του προγράμματος Διατροφή-Υγεία- Περιβάλλον.